- πενθοῦσαν
- πενθέωbewailpres part act fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίκωμος — ἐπίκωμος, ον (Α) 1. αυτός που μετέχει σε κώμο («εἰς οἰκίαν πενθοῡσαν ἐμβαλόντες ἐπίκωμοι μεθύοντες», Πλούτ.) 2. ο κωμαστής, αυτός που τραγουδάει για την αγαπημένη του μαζί με άλλους μετά από πιοτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κώμος «εύθυμη συντροφιά»] … Dictionary of Greek
σάκος — (I) ο σάκκος, ΝΜΑ, και αττ. τ. σάκος Α 1. είδος στενόμακρης θήκης από ύφασμα ή δέρμα ή από άλλο υλικό σήμερα, ανοιχτή στο επάνω μέρος, που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση, φύλαξη και μεταφορά διαφόρων χύμα πραγμάτων, σακί, τσουβάλι (α.… … Dictionary of Greek
ψολόεις — εσσα, εν, Α 1. (συν. για τον κεραυνό) γεμάτος καπνιά, αιθαλώδης 2. μαυροκίτρινος 3. (ανώμαλος τ. πληθ. ως ουσ.) oἱ Ψολόεις άνδρες που πενθούσαν κατά τη διάρκεια τελετουργίας στον Ορχομενό τής Βοιωτίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψόλος «καπνός» + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
Λειμών — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τον Παυσανία, ο Λ. ήταν γιος του Τεγεάτη και της Μαίρας και αδελφός του Σκέφρου. Κάποτε είδε τον αδελφό του να συνομιλεί με τον Απόλλωνα και επειδή νόμιζε ότι εκείνος τον συκοφαντούσε στον θεό, τον θανάτωσε. Τότε η… … Dictionary of Greek